λυγάω
Смотреть что такое "λυγάω" в других словарях:
λυγάω — (σπάν. λυγώ), λύγισα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: λυγάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι σε ώ και σε – ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόριστος σε ισα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λυγίζω — λυγίζω, λύγισα, λυγισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. λυγάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λυγιέμαι — βλ. πίν. 173 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: λυγιέμαι : δεν αποτελεί παθητικό του λυγάω, αλλά έχει μόνο την ειδική έννοια → κουνάω, λυγίζω ρυθμικά το σώμα μου (σε χορό κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής