λυγάω

λυγάω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λυγάω" в других словарях:

  • λυγάω — (σπάν. λυγώ), λύγισα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: λυγάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι σε ώ και σε – ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόριστος σε ισα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λυγίζω — λυγίζω, λύγισα, λυγισμένος βλ. πίν. 33 και πρβλ. λυγάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λυγιέμαι — βλ. πίν. 173 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: λυγιέμαι : δεν αποτελεί παθητικό του λυγάω, αλλά έχει μόνο την ειδική έννοια → κουνάω, λυγίζω ρυθμικά το σώμα μου (σε χορό κτλ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»